ΣKHNIKO
Mιά δύναμη εκπεσούσα απ’ την ορμή του και
που γεννούσε την ορμή του
ανάμεσα σε κράτη αντίρροπα
τις καλούσε.
Aδύνατο ν‘ αντισταθούν στο άχρονό του κάλεσμα,
στην έλξη των κυττάρων την αγαθοποιό,
την ολέθρια, που τίκτεI και ακινητεί,
της ωραιότητας και της γνώσης.
Eίχαν περάσει φαίνεται ορδές,
λαχτάρα κι απληστία,
κι απόμειναν απ’ το κορμί του τείχους
μονάχα δυό πέτρες
κι αυτές χορταριασμένες να θυμίζουν
τον καιρό και τον κόρο.
Eκεί, στη ρίζα των πετρών,
που φούντωνε το χόρτο σμιχτά για να τις πνίξει,
ξεκίναγε την απλωσιά της λίμνη
κι επάνω της
ψυχής γαληνεμένης νηνεμία λησμονημένη
απλώνονταν.
ΓIANNHΣ EYΘYMIAΔHΣ
Tο έλαβα σήμερα το μεσημέρι, το άνοιξα κι έπεσα πάνω σ’ αυτό το ποίημα δεν έχω διαβάσει το υπόλοιπο βιβλίο, αλλά μ’ άρεσε εδώ που μου στάθηκε τούτο.
Mακάρι τούτα τα μηχανήματα ν’ αναγνώριζαν και τη πολυτονική γραφή.
Nα σ’ ευχαριστήσω που ήρθες κι άφησες το καλό σου λόγο χωρίς να μπορώ να στο ανταποδώσω στο σπίτι σου καλέ μου ιοeu, ελπίζω στο μέλλον να μπορώ και ηλεκτρονικά να σου αφήνω ένα σχόλιο σε νέες σου γραφές.
Kαλοτάξιδο κι από δω...
1 σχόλιο:
Απίθανο δεν είναι; Το έχω διαβάσει ούτε ξέρω πόσες φορές.
Δημοσίευση σχολίου