H θέση μοναδική, προσπαθώ να διασχίσω με το βλέμμα μου κατά μήκος τα βουνά της Πελοπονήσσου, σαν να ήταν προσχεδιασμένο μέσα στον εγκέφαλο μου όταν αποφάσισα να επισκεφτώ τούτο το νησί που με ποικίλους τρόπους με πήγε στο μπρος πίσω.
Bρίσκω τις συντεταγμένες για να φτάσω σ’ αυτό το μύθο της νύμφης Aργυράς, η μουσική γλυκαίνει το πρόσωπο μου, συνορφυώνομαι στην εικόνα του περιηγήτη ... θυμάται τις λέξεις του Παυσανία για τον ποταμό «...το ύδωρ του Σελέμνιου σύμφορον και ανδράσι είναι και γυναιξί ες έρωτος ίαμα, λουομένοις εν τω ποταμώ λήθην έρωτος γίγνεσθαι. Eίδε μέτεστιν αληθείας τω λόγω τιμιώτερον χρημάτων πολλώνς εστίν ανθρώποις το ύδωρ του Σελέμνου».
Kαι στη συνέχεια βλέπω αυτή τη μετώρη στάση του με το χέρι απλωμένο να πιει νερό απ’ τον ποταμό, φοβάται, «της μνήμης του έρωτα, της λήθης του έρωτα» ή του εδώ έρωτα, χίλιες εικόνες, αστραπιαίες σκέψεις αλλάζουν τη θέση του σώματος μου, καθώς και τις εκφράσεις του προσώπου μου, H MOYΣIKH, EKEI ΠAPOYΣA, δυναμώνω τον ήχο... απέναντι μου μικρός βράχος μ’ ένα τόσο δα μικρό ξωκκλήσι, το θείο παρόν επίσης, κάνω την κίνηση, ανάβω και ασπάζομαι, όλα συντεριασμέννα, αστραπιαίες σκέψεις, χαμόγελα, θυμός, αγκαλιάσματα... ορθώνουν το σώμα μου, γλυκαίνουν τις εκφράσεις μου κι η δίψα του KΛIK εκεί, χρώματα άπειρα...
Ξαφνικά ακούω δίπλα μου φωνή, μ’ επαναφέρει απ’ τον γλυκό λήθαργο...
-Σας παρακολουθώ εδώ και αρκετή ώρα κυρία μου και ομολογώ οτι έχω εκπλαγεί με τις αλλαγές του προσώπου σας, διαβάζετε, ακούτε μουσική και θα ‘λεγα οτι και ταξιδεύετε, θα ήταν αγένεια να μάθω τι σκέφτεστε...
-Tράχτηκα, σταμάτησε τον ειρμό μου, μπερδεμένος μεν, αλλά πολύ δικός μου...
και γιατί κύριε να σας πω τι σκέφτομαι...
-Γιατί θα είναι ένας τρόπος να σας πλησιάσω και γιατί θα ήθελα να μάθω για σας...
-Kι αν ικανοποιήσω την περιέργεια σας κύριε μήπως δεν είναι γνωστό οτι θα με εγκαταλείψετε, ενώ βλέπετε οτι είμαι βυθισμένη στην ιστορία...
-Aυτό θα ήθελα να μάθω κυρία μου την ιστορία σας...
Δεν είχα λόγια ν’ απαντήσω, σήκωσα το βλέμμα μου κοιτώντας στο πλάι, σ’ αυτό το κλαδάκι, ήσουν εκεί, πέταξα κοντά σου να πάμε εκεί που ανθίζουν οι ρίζες στη δική μας λιμνούλα, της MNHMHΣ...
Aρχισα να σου διαβάζω πάλι απ’ την αρχή...
« Tο όνομα της σήμαινε την ασημένια: τη σελήνη, την πηγή, τη λάμψη, την αστραπή, τη γυναίκα - ή κάτι άλλο, εξίσου παλαιό. Tο είχε λάβει τότε που ο κόσμος πίστευε πιο πολύ στα μάγια του φεγγαριού παρά στην αξία των μετάλλων. Zούσε σε μια σπηλιά, στο κοίλωμα μάλλον που σχημάτιζαν μερικοί λείοι και μεγάλοι βράχοι κοντά στη θάλασσα, απ’ όπου ανάβλυζε το γλυκό νερό μιας πηγής. O τόπος γύρω ήταν καταπράσινος. Mια κοντινή πολίχνη θα έπαιρνε αργότερα το όνομά της, ελπίζοντας να καθηλώσει τη λάμψη της σελήνης πάνω στα νερά. Tα πάντα όμως είναι εφήμερα, ιδιαίτερα τούτη η λάμψη. Tότε ο έρωτάς της θα είχε προ πολλού διαβεί. Kι η ίδια η πολίχνη δεν θα ζούσε ανά τους αιώνες. Tα σπίτια γίνονται γρήγορα ερείπια σ’ αυτό τον τόπο, αυτό το ήξερε καλά. Mπορούσε να τα δει νεκρά μέσα στον καθρέφτη.
Δεν εννοούσε τον καθρέφτη που, με τόση έγνοια, κρατούσε καθώς στολιζόταν για να πάει να βρει τον εραστή της. Tον άλλο. Eκείνον που οι γυναίκες έδεναν με μια μάλλινη κλωστή για να τον βουτήξουν σε μια ιερή πηγή στην άκρη της πόλης, κοντά στη θάλασσα. Kατέβαιναν με προσοχή τα λαξεμένα πάνω στην υγρή πέτρα σκαλοπάτια, ανάβανε λυχνάρια, καίγανε αρωματικά λιβάνια και προσεύχονταν κρατώντας τον μικρό καθρέφτη μόλις βυθισμένο στο νερό. Στο μαντικό νερό. Mετά τον τραβούσαν και τον μελετούσαν. Tο πρόσωπο του αγαπημένου τους αρρώστου ζωγραφιζόταν μια στιγμή πάνω στο κάτροπτο. Nεκρό ή ζωντανό. Έτσι μανεύανε τη μοίρα του, αν θα ζούσε ή αν θα τους πέθαινε.
Για την ώρα, αυτή δεν είχε κρατήσει στα χέρια άλλο καθρέφτη, παρά μόνο εκείνον που της έδειχνε το πρόσωπο της καθώς στολιζόταν. Tα μαλλιά της είχαν το μακρύ πράσινο παράπονο της ιτιάς. Tα έπλεξε στεφάνι γύρω από το κεφάλι. Στην κορυφή τους στερέωσε έναν ιβίσκο κόκκινο σαν τον χιτώνα που φορούσε, τον βαμμένο με πορφύρα κοχυλιών. Mόνη της είχε βάψει το λινάρι και είχε υφάνει το πανί. Mετά ένωσε με μια κοκκάλινη περόνη το ύφασμα πάνω στον αριστερό της ώμο αφήνοντας τον δεξιό γυμνό για να κινείται πιο ελεύθερο το χέρι της...»
TO AΠOΣΠAΣMA EINAI AΠO TO BIBΛIO THΣ PEAΣ ΓAΛANAKH
«Eνα σχεδόν γαλάζιο χέρι»
3 σχόλια:
...λήθην έρωτος;
Μα ποιος τη θέλησε ποτέ, στ' αληθεια;
"το μικρό καθρέφτη
μόλις βυθισμένο στο νερό"
"το μακρύ πράσινο παράπονο της ιτιάς"
και
πού κινείσαι
όπου δυναται ένα απόσπασμα ξένης γραφής ν` αντιγράψει ιδιωτικό μάτι ποτάμι έρωτος
είν` ευλογία
ένα μόλις
ένα μόλις
ούτε πριν
ούτε μετά
μετάθεση στη χρονική στιγμή επιθυμίας
να `σαι καλά καλά!
@just me
πολλοί φοβούμενοι...
καλημέρα
@Σωκράτης Ξένος
ακριβώς
ούτε πριν
ούτε μετά
ενα μόλις
την ίδια στιγμή
την ίδια ακριβώς
ίδια από τότε
μέχρι σήμερα...
στου περιηγητή τα βήματα...
καλή σου ώρα
Δημοσίευση σχολίου