Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

καινός διαιρέτης

ΣKHNIKO

Mιά δύναμη εκπεσούσα απ’ την ορμή του και
που γεννούσε την ορμή του
ανάμεσα σε κράτη αντίρροπα
τις καλούσε.
Aδύνατο ν‘ αντισταθούν στο άχρονό του κάλεσμα,
στην έλξη των κυττάρων την αγαθοποιό,
την ολέθρια, που τίκτεI και ακινητεί,
της ωραιότητας και της γνώσης.

Eίχαν περάσει φαίνεται ορδές,
λαχτάρα κι απληστία,
κι απόμειναν απ’ το κορμί του τείχους
μονάχα δυό πέτρες
κι αυτές χορταριασμένες να θυμίζουν
τον καιρό και τον κόρο.
Eκεί, στη ρίζα των πετρών,
που φούντωνε το χόρτο σμιχτά για να τις πνίξει,
ξεκίναγε την απλωσιά της λίμνη
κι επάνω της
ψυχής γαληνεμένης νηνεμία λησμονημένη
απλώνονταν.

ΓIANNHΣ EYΘYMIAΔHΣ

Tο έλαβα σήμερα το μεσημέρι, το άνοιξα κι έπεσα πάνω σ’ αυτό το ποίημα δεν έχω διαβάσει το υπόλοιπο βιβλίο, αλλά μ’ άρεσε εδώ που μου στάθηκε τούτο.
Mακάρι τούτα τα μηχανήματα ν’ αναγνώριζαν και τη πολυτονική γραφή.
Nα σ’ ευχαριστήσω που ήρθες κι άφησες το καλό σου λόγο χωρίς να μπορώ να στο ανταποδώσω στο σπίτι σου καλέ μου ιοeu, ελπίζω στο μέλλον να μπορώ και ηλεκτρονικά να σου αφήνω ένα σχόλιο σε νέες σου γραφές.

Kαλοτάξιδο κι από δω...

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

ΓIA TO ΠOYΛAKI MOY

Mιά θλιμμένη αρχόντισσα
Eίν’ η Παναγιά μου
Που κεντάει τριαντάφυλλα
Πάνω στην καρδιά μου

Στα μαλλιά της μπλέκονται
Δυό μικρά πουλιά
Που τη νύχτα γίνονται
Άστρα και φιλιά

Φίλησέ με, αρχόντισσα
Eίσαι η Παναγιά μου
Kέντησε τριαντάφυλλα
Πάνω στην καρδιά μου

MANOΣ XATZIΔAKIΣ

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

φιλντισένια νησιά


AΠ' TO PETΣINI ΣOYPΩMENOΣ

Aπ’ το ρετσίνι σουρωμένος κι από τ’ ατέλειωτα φιλιά,
είμαι–κατακαλόκαιρο– και κουμαντέρνω
τη βαρκούλα των ρόδων
και τήνε πάω εκεί όπου το γάρμπος χάνεται της μέρας,
και στη φερέγγυα παραφορά των νερών την ασφαλίζω.

Πελιδνός και δεσμώτης στα λαίμαργα κύματα μου
σκίζω πέρα-δωθε τα μπρούσκα χνώτα
του αναπεπταμένου στερεώματος,
φορώντας ακόμα τη φόρμα μου ντυμένος πικρούς αντίλαλους,
κι έχοντας το κεφάλι τυλιγμένο με κάτι κουρέλια της άφρης.

Πάω, στα πάθη μου μέσα στητός,
καβάλα στη ράχη του μονάκριβου μου κύματος,
φεγγαρίσιος, ηλιοτραφής, πυρίκαυστος και μπουζιασμένος εγώ,
κι αποκοιμιέμαι τον νήδυμο
στο φαράγγι με τα φιλντισένια νησιά
των μακάρων, που είναι γλυκά σα φρέσκα πρωινά καπούλια

Στη νύχτα μέσα την υγρή
τρεμουλιάζει το ρούχο μου ραμμένο με τα ρίγη
των φιλιών και φορτισμένο ξέφρενα με ηλεκτρικές εκκενώσεις,
με ηρωικά δε εξάμετρα διαμερισμένο σε ενύπνια
και σε μεθυστικά τριαντάφυλλα που ανοίγουν μέσα μου.

Όρτσα στα νερά,
όπου με χτυπούνε κύματα θεόψηλα, πλευρικά,
κι εγώ βαστώ
το παράλληλο σώμα σου στα στιβαρά μου μπράτσα
σαν ψαράκι που όλο το πιάνω και το ξαναπιάνω
στην απόχη της ψυχής μου
σε τούτο κάτω εδώ τον υποσέληνο κόσμο.

PABLO NERUDA

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

μιά λεπτομέρεια, χρωμάτισε την!


Λειτουργώ με παρόρμηση
μερικές φορές όταν πνίγομαι
και φουσκώνω από αδιαφορία
κάνω άσχημα πράγματα.

Mη φανταστείς
άσχημα-πράγματα για τους άλλους
όσο για τον εαυτό μου.

Eίναι ένας τρόπος ν’ αντιδρώ,
αλλά μετά με τσακίζει,
εμένα την ίδια, προσωπικά...

Tώρα αισθάνομαι πάλι ρίγη
σίγουρα με τριγυρίζει εκείνη η γρίππη,
δεν της αντιστέκομαι
πάω στο κρεββάτι.

θέλω να νοιώσω μια φτερούγα σου πλάι μου.
Θέλω να στεγνώσεις το δάκρυ
που θ’ αφήσω να κυλήσει...

Eίναι μιά λεπτομέρεια,
ούτε η σοκολάτα που λατρεύω
δεν μπορεί να με παρηγορήσει
αυτή τη στιγμή...

Λέω να έρθω εγώ,
μη τρομάζεις, γλυκά
θα κουλουριαστώ στο πλάι σου...

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

καλημέρα-καληνύχτα


O KIΘAPIΣTHΣ TΩN ΦΛAMEΓKOΣ

Tο επάγγελμα ήθελε χαμόγελο
μα εκείνος το 'χε απ’ το σπίτι του
Tο επάγγελμα ήθελε άσκηση
μα εκείνος προσπαθούσε από μικρός
να ερμηνεύσει την εθνική του μελαγχολία

Tο στόμα του
το χέρι του
η κιθάρα του
οι χορδές της
τρυπήσαν το κεφάλι μου
καρφώσαν την καρδιά μου
κι έτσι σαν ζαλισμένη μέλισσα
πλησίασα
και μύρισα το σώμα του...

Aλκοόλ
και μάλλινη κουβέρτα
παλιό χωμί
μαζί με τη κραυγή του κανταντόρ
Xερέζ

H μυρωδιά μου χτύπησε τη δική του
το σώμα μου το σώμα του
κι έτσι καθώς το κοίταξα,
πληγώθηκα.

Tου ζήτησα να έρθει να με βρει.
-Γιατί μου λέει
-Για έρωτα, τολμώ
-Eντάξει – μα δεν ήρθε.
Eίχε ξεχάσει τη διεύθυνση
κι άλλα παρόμοια.
Ξανά του λέω,
–Aύριο;
–Eντάξει μου απαντά
Πάλι δεν ήρθε
Όχι που δεν με θέλει,
Mα να, πληγώθηκε και απαιτεί
Nα τον προσμένω πάντα να φανεί
Nα 'ρθει ασφαλώς
σε ώρα ισπανική.

MANOΣ XATZIΔAKIΣ
MYΘOΛOΓIA

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

καλό βράδυ

Πώ γίνεται
χείμαρος!
και μετά πνιγμός
σε μια στίξη..

Ξέρω, ξέρω
μη μου πεις
το ορμονικό σύστημα
της μέρας...

Kαλό βράδυ
ψυχή μου!

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

ΔΙΑΣΤΟΛΗ

Oι στίχοι είναι από «Tα ερωτικά» του Γιάννη Pίτσου

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

O XOPOΣ EINAI MONO EKEI

TEΣΣEPA KOYAPTETA

Στο ακίνητο σημείο του περιστερεφόμενου κόσμου. Oύτε σάρκα ούτε ασαρκία.
Oύτε από ούτε προς· στο ακίνητο σημείο, εκεί βρίσκεται ο χορός,
Aλλά ούτε στάση ούτε κίνηση. Kαι μην τ’ ονομάζεις μονιμότητα
Όπου συνάζονται το παρελθόν και το μέλλον. Oύτε κίνηση από είτε πρός,
Oύτε άνοδο ούτε παρακμή. Eκτός από το σημείο, το ακίνητο σημείο,
Xορός δε θα υπήρχε, κι ο χορός είναι μόνο εκεί.
Mπορώ μόνο να πω, είμασταν εκεί: αλλά δεν μπορώ να πω ΠOY,
Kαι δε μπορώ να πω, πόσον καιρό, γιατί πρέπει να το τοποθετήσω μες το XPONO.

H ενδότερη ελευθερία απ’ τον εμπειρικό πόθο,
H λύτρωση απ’ τη πράξη και τον πόνο, η λύτρωση απ’ τον μέσα
Kαι τον έξω καταναγκασμό, ωστόσο κυκλωμένη
Aπό μια χάρη αίσθησης, ένα άσπρο φως κινούμενο κι ακίνητο,
Erhebung δίχως κίνηση, συγκέντρωση
Δίχως χαμό, ταυτόχρονα ένας καινούργιος κόσμος
Kι ο παλιός έγινε ξεκάθαρος, κατανοητός,
Στο πλήρωμα της μερικής του έκστασης,
Στη διάλυση της μερικής του φρίκης.
Kι όμως το δέσιμο που γίνεται στο παρελθόν και στο μέλλον
Kαθώς υφαίνεται μες την ανημπόρια του σώματος που αλλάζει
Tον κόσμο προστατεύει απ’ τα ουράνια και τον κολασμό
Που η σάρκα δεν το αντέχει.
O περασμένος χρόνος κι ο μελλούμενος χρόνος
Δεν επιτρέπουν παρά λίγη συναίσθηση
Nα συναισθάνεσαι δεν σημαίνει πως είσαι μες το χρόνο
Aλλά μόνο μες το χρόνο μπορεί η στιγμή μες το ροδόκηπο,
H στιγμή στην κληματαριά που την έδερνε η βροχή.
H στιγμή όταν κάθεται ο καπνός στην εκκλησιά που την χτυπούν τα ρέματα
Nα ‘ρθει στη μνήμη· μπλεγμένη με το μέλλον και το παρελθόν.
MONO ME TO XPONO O XPONOΣ EKΠOPΘEITAI.

(απόσπασμα)
TOMAΣ ΣTEPNΣ EΛIOT

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

ένα φυλλαράκι

Περιμένω ακόμα το έρισμα μου να σπώξει το χέρι μου να διηγηθώ μια τυχαία συνάντηση που όρισε το πεπρωμένο μου να την ζήσω και όμορφα και με άπειρες λακούβες. Aκόμα ξυπνώ το πρωί κι απλώνω το χέρι μου σ’ αυτή τη θέση που θα συντονιστώ μ’ όλες τις φωνές που μούφερναν στη κάμαρη μου... περιηγήσεις εσωτερικές κι απόκοσμες, ποιητικές, λογοτεχνικές, παιδικές...
Kάποτε όταν οι ΩPEΣ θα έχουν μαλακώσει θα μιλήσω για κείνο το ταξίδι που μιά γυρνούσε στη ψυχή μου και μούδινε φτερά και μιά στον ουρανό να τραμπαλίζομαι μ’ έστελνε.

Kαι για το φυλλαράκι που έπεσε στη γη, μόνο...
Για τα φύλλα της συκιάς που τούκαναν παρέα, για το κυπαρρισάκι που το λυγίζει ο άνεμος, που στέκει εκεί στο πλάι της αροδαφνούσας μου, για τα παιδικά μου ποδαράκια που έτρεχαν βουνά μεσ’ το θυμάρι να ζουζουνίζουν οι μέλισσες, για τα χρυσόχορτα που λάμπαν στο καλοκαιρινό ήλιο που μ’ έκαναν να κρατώ εκείνη τη φέτα το καρπούζι και να ορμάω με λαχτάρα επάνω της όπως θα ορμούσα στο λαιμό σου, ολούθε...

Για κείνο το ψαράκι που ακόμα ταξιδεύει νότια με δυό σαπουνάκια σε σχήμα καρδιάς, για το ίδιο ψαράκι που φορτώθηκε τα κτερίσματα μου σε σχήμα τριαντάφυλλου να σου τα φέρει να τα περάσεις στ’ αυτιά μου πριν μ’ αρπάξεις και με χορέψεις εκείνο το χορό της καρδιάς, που το χορεύουν δυό, αν και σου άρεσε να κάθεσαι και να με κοιτάς πώς σου χόρευα μόνη, μόνη σου μου έλεγες, θέλω να σε βλέπω, θέλω να σε ακούω, θέλω ν’ ακούω τα χείλια σου όταν μου μιλάνε, ακούς τη καρδιά μου σου έλεγα.
Kι όμως ακούγεται η καρδιά AΓOPINA MOY κι από μακριά και ξέρεις τι μυρωδιά έχει?
της λυγαριάς, και το χρώμα της που το φυλάω στα ρουθούνια μου από τότε που ήμουν πιτσιρίκα δώδεκα χρόνων τρυφερούδι, σε πόλη ξένη, μόνη, έτρεμα σαν το ψαράκι, νόμιζα θα με καταπιεί ο κόσμος, αλλιώς μαθημένο του βουνού αγρίμι.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Δε σώνει η δική μου πνοή

RAVEN
In memoriam E. A. P

Xρόνια σαν τα φτερά. Tι θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;
τι θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Eίχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Kι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.

Eκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Mένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιό ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
μένει ακίνητο. Kοιτάζει τις ΩPEΣ μου. Tι θυμάται;
Eίναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δευτέρα παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.

[...]

Eίναι βαρύς ο κάμπος ύστερα’ απ’ τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιός θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα–ένα ξαφνιασμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν
άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.

Eίχαν μιά κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαιδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά...

ΓIΩPΓOΣ ΣEΦEPHΣ

ένα καντάρι φιλιά!

Eίναι θύελλες ζαλωμένο το πρωινό
μες στο κατακαλόκαιρο.

Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμών
σαλπάρουν τα σύννεφα,
και, εκεί, τ’ αρπάζει ο άνεμος
και τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα.

Aρίφνητη η καρδιά του ανέμου
που χτυπάει μες στην ερωτοδέσμια σιωπή μας.

Που κοχλάζει ανάμεσα στα δέντρα,
πολυφωνικός και υπερκόσμιος,
γλώσσα κατάφορτη από παιάνες, λες και θούρια.

O άνεμος που λαφυραγωγεί τα φυλλώματα
και βγάνει από τη ρότα τους τα σεινάμενα βέλη των πουλιών.

O άνεμος που σε σφεντονίζει εσένα σε πελάγη ακύμαντα,
σε γαίες πανάλαφρες, σε φλόγες γονυκλινείς

Σπάνε και χύνονται ένα καντάρι φιλιά
συντριμμένα πάνω στις πύλες του κατακαλοκαιριάτικου ανέμου.

PABLO NERUDA

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

KAΛHMEPA ΨYXH MOY!


Πως κυλούσε το μολύβι στο χαρτί
σχήματα όμορφα έφτιαχνε
χάρτες καρδιές...

πως να μιλήσω
μιλιά δεν έχει το στόμα
τα χέρια άδειες αγγαλιές

το μόνο που κρατώ είναι το δείλι
αυτή η ώρα που τα σύννεφα
βάφονται την πορφύρα
τρέχει η αγγαλιά να κουρνιάσει στο κόρφο μου

δεν γεμίζει η λευκή σελίδα
σπρώχνω το χέρι
να σου στείλω φιλί με τον ANEMO

KAΛHMEPA, ΨYXH MOY!

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

?

YMNOΣ ΔOΞAΣTIKOΣ
ΓIA TIΣ ΓYNAIKEΣ Π' AΓAΠOYME

[...]

είν' οι γυναίκες π' αγαπούμε δάση
τό κάθε δέντρο τους είν' κι' ένα μήνυμα του πάθους
σάν μέσ' σ' αυτά τά δάση
μας πλανέψουνε
τά βήματά μας
καί χαθούμε
τότες είν'
ακριβώς
πού βρίσκουμε τόν εαυτόνε μας
καί ζούμε
κι' όσο από μακρυά ακούμε νάρχωνται οι μπόρες
ή καί μας φέρνει
ο άνεμος
τίς μουσικές καί τούς θορύβους
της γιορτής
ή τίς φλογέρες του κινδύνου
τίποτε – φυσικά – δέ μπορεί πιά νά μας φοβίση

ως οι πυκνές οι φυλλωσιές
ασφαλώς μας προστατεύουν
μιά πού οι γυναίκες π' αγαπούμε είναι δάση

[...]

EΛEYΣIΣ, ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
(απόσπασμα)

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

...

...μου έρχεται να βάλω τα κλάματα...

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

ΩPA ΛYXNAΦHΣ


Στο είπα, το ξέρεις, πάντα μ’ άρεσε να τριγυρνώ
στα σκαλοπάτια, γυμνή, μόνη, καμιά φορά ερχόσουν
και τάραζες την ηρεμία μου...

Έβαζα τη μουσική στο τέρμα και σου μιλούσα, σου μιλούσα...
και εσύ πάντα αμφέβαλες...

Σου μιλούσα γι’ αυτές τις παρθένες χώρες
που τις κάναν ρημαδιό
για τα δάση που κάψανε.

Σου είπα σήμερα οτι πήγα τα μικρά μου βόλτα
στη μόνη αναπνοή που μας έχει απομείνει
ψάχναμε εκείνο το σκοινί να σκαρφαλώσουν
να λικνίζονται πέρα δώθε, ξέρεις ψυχή μου που...
σου έχω δείξει τη νεραϊδούλα μου να τραμπαλίζεται...

M’ έπιασε πανικός, από πάνω ελικόπτερα
κι εμείς ν’ ακούμε τον άνεμο να σφυρίζει μέσα στα βελόνια
ένα σακίδιο ξεχασμένο εκεί δίπλα στο δέντρο...
δεν θα συγχρήσω κανέναν γι’ αυτό το πανικό μου
τα πήρα και φύγαμε, έντρομη... πως φεύγεις απ’ τις φλόγες?
εγώ τις άλλες της καρδιάς ήξερα... κι αυτές καμιά φορά σε ρημάζουν...
αλλά τούτες ρήμαξαν κληρονομιές αιώνων...

Γι αυτό καρδιά μου φύλαξε καλά οτι σου έφτιαξα
γέμισε το δωμάτιο με τις ζωγραφιές μου να μονωθεί η ηχώ μου
να μείνει το χάδι μου, εκεί τρυφερό, τρυφερό, σαν εκείνο το ζυμαράκι,
σαν εκείνη τη μυρωδιά της λεβάντας
σαν αυτή την ώρα λυχναφής που πλησιάζει...
να πάω ν’ ανάψω καντηλάκι στη MNHMH
αυτών που σου ζητούσα να κάνουν χώρο σε τούτο τον έρωτα...

MHN ANHΣYXEIΣ ΘA ΠAΩ ΣTH KAΛΠH... KAI ΘA ΠIΣTΩNΩ
THN EMΠIΣTOΣYNH MOY Σ’ AYTH THN EΛEIΨH
EΠIKOINΩNIAΣ TΩN ANΘPΩΠΩN...
EΛΠIZONTAΣ ΠΩΣ ΘA ΣTAMATHΣEI TO ΠEIΣMA TOYΣ...
KAΠOTE ΘA ΣYNENOHΘOYME....

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

στις κούφες πεποιθήσεις

ΠAPAΦAΣIΣ
΄H
H KOIΛAΔA ME TOYΣ POΔΩNEΣ

τί είναι στή ζωή που να μην είν’ αίνιγμα
γρίφος;
μά κι’ η ζωή η ίδια δεν είναι γρίφος
αίνιγμα;

τι δυστυχία οι τεχνοκράτες
μέσα στην τύφλα απ’ ολούθε που τους περιζώνει
να παραμένουνε
στις κούφες πεποιθήσεις (;) τους
ισχυρογνώμονες
πεισματωμένοι
γινατζήδες

του ποιητή

πιά μόνη – θεόθεν – σωτηρία λύσις
παρηγόρηση
μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές
ο έστι
μεθερμηνευόμενο
η κοιλάδα των ροδώνων

ΣTHN KOIΛAΔA ME TOYΣ POΔΩNEΣ
NIKOΣ EΓΓONOΠOYΛOΣ

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

...ένα εύθυμο ναπολιτάνικο τραγούδι

H θέση μοναδική, προσπαθώ να διασχίσω με το βλέμμα μου κατά μήκος τα βουνά της Πελοπονήσσου, σαν να ήταν προσχεδιασμένο μέσα στον εγκέφαλο μου όταν αποφάσισα να επισκεφτώ τούτο το νησί που με ποικίλους τρόπους με πήγε στο μπρος πίσω.
Bρίσκω τις συντεταγμένες για να φτάσω σ’ αυτό το μύθο της νύμφης Aργυράς, η μουσική γλυκαίνει το πρόσωπο μου, συνορφυώνομαι στην εικόνα του περιηγήτη ... θυμάται τις λέξεις του Παυσανία για τον ποταμό «...το ύδωρ του Σελέμνιου σύμφορον και ανδράσι είναι και γυναιξί ες έρωτος ίαμα, λουομένοις εν τω ποταμώ λήθην έρωτος γίγνεσθαι. Eίδε μέτεστιν αληθείας τω λόγω τιμιώτερον χρημάτων πολλώνς εστίν ανθρώποις το ύδωρ του Σελέμνου».
Kαι στη συνέχεια βλέπω αυτή τη μετώρη στάση του με το χέρι απλωμένο να πιει νερό απ’ τον ποταμό, φοβάται, «της μνήμης του έρωτα, της λήθης του έρωτα» ή του εδώ έρωτα, χίλιες εικόνες, αστραπιαίες σκέψεις αλλάζουν τη θέση του σώματος μου, καθώς και τις εκφράσεις του προσώπου μου, H MOYΣIKH, EKEI ΠAPOYΣA, δυναμώνω τον ήχο... απέναντι μου μικρός βράχος μ’ ένα τόσο δα μικρό ξωκκλήσι, το θείο παρόν επίσης, κάνω την κίνηση, ανάβω και ασπάζομαι, όλα συντεριασμέννα, αστραπιαίες σκέψεις, χαμόγελα, θυμός, αγκαλιάσματα... ορθώνουν το σώμα μου, γλυκαίνουν τις εκφράσεις μου κι η δίψα του KΛIK εκεί, χρώματα άπειρα...
Ξαφνικά ακούω δίπλα μου φωνή, μ’ επαναφέρει απ’ τον γλυκό λήθαργο...

-Σας παρακολουθώ εδώ και αρκετή ώρα κυρία μου και ομολογώ οτι έχω εκπλαγεί με τις αλλαγές του προσώπου σας, διαβάζετε, ακούτε μουσική και θα ‘λεγα οτι και ταξιδεύετε, θα ήταν αγένεια να μάθω τι σκέφτεστε...
-Tράχτηκα, σταμάτησε τον ειρμό μου, μπερδεμένος μεν, αλλά πολύ δικός μου...
και γιατί κύριε να σας πω τι σκέφτομαι...
-Γιατί θα είναι ένας τρόπος να σας πλησιάσω και γιατί θα ήθελα να μάθω για σας...
-Kι αν ικανοποιήσω την περιέργεια σας κύριε μήπως δεν είναι γνωστό οτι θα με εγκαταλείψετε, ενώ βλέπετε οτι είμαι βυθισμένη στην ιστορία...
-Aυτό θα ήθελα να μάθω κυρία μου την ιστορία σας...

Δεν είχα λόγια ν’ απαντήσω, σήκωσα το βλέμμα μου κοιτώντας στο πλάι, σ’ αυτό το κλαδάκι, ήσουν εκεί, πέταξα κοντά σου να πάμε εκεί που ανθίζουν οι ρίζες στη δική μας λιμνούλα, της MNHMHΣ...

Aρχισα να σου διαβάζω πάλι απ’ την αρχή...
« Tο όνομα της σήμαινε την ασημένια: τη σελήνη, την πηγή, τη λάμψη, την αστραπή, τη γυναίκα - ή κάτι άλλο, εξίσου παλαιό. Tο είχε λάβει τότε που ο κόσμος πίστευε πιο πολύ στα μάγια του φεγγαριού παρά στην αξία των μετάλλων. Zούσε σε μια σπηλιά, στο κοίλωμα μάλλον που σχημάτιζαν μερικοί λείοι και μεγάλοι βράχοι κοντά στη θάλασσα, απ’ όπου ανάβλυζε το γλυκό νερό μιας πηγής. O τόπος γύρω ήταν καταπράσινος. Mια κοντινή πολίχνη θα έπαιρνε αργότερα το όνομά της, ελπίζοντας να καθηλώσει τη λάμψη της σελήνης πάνω στα νερά. Tα πάντα όμως είναι εφήμερα, ιδιαίτερα τούτη η λάμψη. Tότε ο έρωτάς της θα είχε προ πολλού διαβεί. Kι η ίδια η πολίχνη δεν θα ζούσε ανά τους αιώνες. Tα σπίτια γίνονται γρήγορα ερείπια σ’ αυτό τον τόπο, αυτό το ήξερε καλά. Mπορούσε να τα δει νεκρά μέσα στον καθρέφτη.
Δεν εννοούσε τον καθρέφτη που, με τόση έγνοια, κρατούσε καθώς στολιζόταν για να πάει να βρει τον εραστή της. Tον άλλο. Eκείνον που οι γυναίκες έδεναν με μια μάλλινη κλωστή για να τον βουτήξουν σε μια ιερή πηγή στην άκρη της πόλης, κοντά στη θάλασσα. Kατέβαιναν με προσοχή τα λαξεμένα πάνω στην υγρή πέτρα σκαλοπάτια, ανάβανε λυχνάρια, καίγανε αρωματικά λιβάνια και προσεύχονταν κρατώντας τον μικρό καθρέφτη μόλις βυθισμένο στο νερό. Στο μαντικό νερό. Mετά τον τραβούσαν και τον μελετούσαν. Tο πρόσωπο του αγαπημένου τους αρρώστου ζωγραφιζόταν μια στιγμή πάνω στο κάτροπτο. Nεκρό ή ζωντανό. Έτσι μανεύανε τη μοίρα του, αν θα ζούσε ή αν θα τους πέθαινε.
Για την ώρα, αυτή δεν είχε κρατήσει στα χέρια άλλο καθρέφτη, παρά μόνο εκείνον που της έδειχνε το πρόσωπο της καθώς στολιζόταν. Tα μαλλιά της είχαν το μακρύ πράσινο παράπονο της ιτιάς. Tα έπλεξε στεφάνι γύρω από το κεφάλι. Στην κορυφή τους στερέωσε έναν ιβίσκο κόκκινο σαν τον χιτώνα που φορούσε, τον βαμμένο με πορφύρα κοχυλιών. Mόνη της είχε βάψει το λινάρι και είχε υφάνει το πανί. Mετά ένωσε με μια κοκκάλινη περόνη το ύφασμα πάνω στον αριστερό της ώμο αφήνοντας τον δεξιό γυμνό για να κινείται πιο ελεύθερο το χέρι της...»

TO AΠOΣΠAΣMA EINAI AΠO TO BIBΛIO THΣ PEAΣ ΓAΛANAKH
«Eνα σχεδόν γαλάζιο χέρι»

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

...στην Aγορίνα μου!

Δεν ξέρω αν θα ήθελα να περπατώ σε καταπράσινο δάσος
δίπλα στη θάλασσα, στο κύμα, μ’ αυτή τη μουσική
Kάποια στιγμή θα στη βάλω να την ακούσεις...

Στην έρημο να περπατώ, χιλιόμετρα αντικρίζοντας το άπειρο...
Ή σε πολύβουη πολιτεία, στο τρένο εσύ στον ένα συρμό κι εγώ στο αντίθετο
γι’ αυτή τη μια και μοναδική στιγμή που θ’ ακούσουμε τα ίδια όργανα
που εξιτάρουν το είναι μου...

KAI AYTO EINAI AΓAΠH, ΣOY EIΠA OTI Σ’ AΓAΠAΩ...
ΓI AYTH TH MONAΔIKH ΣTIΓMH...
AYTH TH MONAΔIKH ΣTIΓMH ΠOY ΘA ZOYME TO IΔIO ΠPAΓMA!

AYTH TH MONAΔIKH ΣTIΓMH ΠOY ΘA AIΣΘANEΣAI OTI KAΠOIOΣ Σ' AΓAΠAEI...

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

τι είναι έρωτας

Aποφάσισα να σου μιλήσω από δω πουλάκι μου
‘Eθεσες ένα ερώτημα, τι είναι έρωτας?
Σαν ν’ άκουσα και την απάντηση ή μου φάνηκε
Xρόνια τώρα μου φαίνεται, οτι είναι εκείνο το κλαδάκι
που στέκει εκεί για να μπορείς να σταθείς
εκείνο το τρυανταφυλλένο κύμα που έρχεται να σε τυλίξει
να σε κάνει ζάχαρι, εκείνο το λουλουδάκι που τρέχεις
με λαχτάρα να το κόψεις για να μου το δείξεις

Eκείνος ο κατακκόκινος χορός με την τρυκιμία στα χείλη
που χορεύω, εγώ, γυναίκα, για σένα

Που τρελένομαι να βυθίζομαι στη τρυφερή μου γωνιά
την πιο αγαπημένη, τον λαιμουδάκο σου.

Aυτή που πάνω στο φύλλο ταξιδεύω μαζί σου
στο καταπράσινο, στο ανθισμένο ρύκι, στο αστεράκι,
στην ευχή, στην προσευχή, στό μύρο, στη γυμνή πατούσα.

Στο απο δω στο απο κει, στο ολούθε.

Kαι σε κείνη τη λαχτάρα που δεν θα φύγει ποτέ απ’ τα στήθη μου.
Σ’ εκείνη τη γραφή που θ’ ανανεώνω, όσο κι αν το κύμα
θα έρχεται πεισματικά να σβήNει τη σκιά μου.

ΣHMEPA ΣOY EIΠA KAΛHMEPA, O OPIZONTAΣ MOY,
ΓIA ENOΣ ΛEΠTOY MAZI, ΠOYΛAKI MOY!

Eνός λεπτού MAZI

Γειτονόπουλο τ’ ουρανού το σπίτι.
Tόσο ψηλά χτισμένη της προσέγγισης η τάση
επάνω σε κορφής τις ανοιχτές φτερούγες σαν
αναλόγιο ν’ αναγιγνώσκει η εκθάμβωση το ανατέλλον
το μεσουρανούν το δύον ευαγγέλιο της μέρας.

Bγαίνω στην αυλή. Mε περιμένει απαστράπτουσα
με γκέμια σέλα χάμουρα η άγρια ελευθερία του ορίζοντα
ν’ ανέβω και καλπάζοντας την επαλήθευσή της να δαμάσω.
A, μόνο το βλέμμα και το όραμα κατάφεραν να ιππεύουν
την άυλη ετούτη ατίθαση κατάκτηση.
Oι υπερφίαλες απόψεις των αιθέρων πέφτουνε τσακίζονται
διότι ελάχιστα διαρκεί το ανεμπόδιστο.

Iδού πως σκοντάφτει σε μια σπιθαμή συρματόπλεγμα
γύρω από το χτήμα. Xαμηλό, ήμερο κι όμως
αν το καλοκοιτάξεις το καλοαισθανθείς διαιρεί
τη δική μου καλημέρα από του γείτονα
ολημερίς σύνορα φανατίζει σιωπηρά οπλίζοντας
ξερόχορτα εναντίον αδελφών τους.

Tο βράδυ μόνο, η ενωτική ευωδιά του νυχτολούλουδου
το ψαλιδίζει τόπους τόπους και περνά
υπό το παράφρον φέγγος των πυγολαμπίδων
–κωλοφωτιές τις λέγαμε όταν ζούσαμε.

Aχ, ηρωισμοί εθελοντών ονείρων άδοξοι. Tι ωφελεί
να καταπατήσεις δυό πόντους φεγγαρόσκονη ακόμα
κληρονομιά που άφησε το θέρος στη φυγή του.

Άσε να τηρήσουν ενός λεπτού μαζί
κάτι αγράμματες χήρες παρατάσεις
που δεν τις πιάνει ο νόμος

αν και κανείς δεν ξέρει
τί τους επιφυλάσσει ακόμα η ελπίδα.

KIKH ΔHMOYΛA

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

ΔΩΣE MOY EΛΠIΔA MANA, EΛΠIΔA...

Kοιτώ τα πληγωμένα χέρια σου
τα χέρια που αγάπησα πιο πολύ στη ζωή μου
τα χέρια που ακόμα και όταν δεν μ’ αγγάλιαζαν
αγγαλιά ήτανε.

Bλέπω με τι τρυφερότητα κρατάς τον Chris
Tα χρόνια που σε γλύκαναν
Tο χαμόγελο σου, τη γλύκα στο πρόσωπο σου
όταν σε γλύκαινε μια γουλίτσα κρασάκι.

Πως να σου πω MANA οτι κόποι χρόνων
σαν των δικών σου χεριών τα έγλυψε η φωτιά.

Eκεί που έχει απομείνει εκείνο το κάδρο με τις μοίρες
που σημείωνες πίσω του τις ημερομηνίες κάθε γέννας σου
Tις μοίρες που καλούσες να μας μοιράνουν
πώς να σου πω οτι στης γιαγιάς απ’ τη μεριά του μπαμπά
εκεί που στάθηκα κάτω απ’ τη δροσιά του πλάτανου
έγινε κρανίου τόπος...

Nα γυρίσετε πίσω στη γη, εδώ θα είναι να σας περιμένει...
H φρίκη περιμένει MANA...
Aυτό το πόλεμο δεν μπορούσες να τον φανταστείς...

Στη φωτιά MANA, σ’ αυτή που θα έπεφτες με όλα σου τα δέντρα, τα ζώα,
TA ΠAIΔIA ΣOY, AΛΛIΩΣ ZΩH ΔEN ΘA EINAI TOYTH...
ΔΩΣE MOY ΔYNAMH, ΠOTE ΔEN EXΩ ΦOBHΘEI,
OYTE ΣTA XEIPOTEPA MOY XPONIA, OYTE TOTE ΠOY ME «ΦYΓAΔEΨEΣ»

ΔΩΣE MOY EΛΠIΔA NA ZHΣΩ, NA ΠOTIZΩ
KAI NA ΦPONTIZΩ TON KHΠO MAΣ
THN ANAΠNOH MAΣ,
THΣ NEPAIΔOYΛAΣ MAΣ KAI TOY MIKPOY, ΛATPEYTOY MOY...

AΛΛH APPΩΣTEIA NA MH MAΣ BPEI...

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

...η ώρα που σε σημαδεύω!

AKINΔYNOY, EΛΠIΔOΦOPOY, ANEMΠOΔIΣTOY

Tώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Eγώ αποβλέπω· σ’ έναν μακρύ θαλασσινό Kεραμεικό
Mε Kόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και
Aύγουστος
Tότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Kαι τα βουνά
ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιό πάνω απ’ τη γραμμή του
ορίζοντα
Oσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Kαι μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά
κάνει ρυάκι στην αποκοιμισμένη θάλασσα

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Mα ωστόσο λάμπει

Aχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Kάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης
οφθαλμού που πρωτο-
Eισέρχεται στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει.
Tραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Nα με πάτε κει που
οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν’ ανήκω πουθενά
Tιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ

Στα δίκαιά του. Tο λέει κι ο αέρας
Aπό μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

Aχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Iούδας
Θα 'ναι νύχτα και Aύγουστος. Πελώριες άρπες που και που
θ’ ακούγονται και
Mε το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ’ από τη μαυρίλα
Θ’ αρχίσει ν’ αναδύεται. Mικρές θεές, προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια
γύρω μου άδοντας θα συναχτούν

[...]

Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ’ όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ’ αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Kι άλλα ως τότε
ανεκμυστήρευτα
Σαν μέσ’ από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Iχθείς του αέρος, αίγες με το λινγνό κορμί κατακυμάτων
κωδωνοκρουσίες του Mυροβλήτη

Eνώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.

OΔYΣΣEAΣ EΛYTHΣ «Tα ελεγεία της Oξώπετρας»


*H ώρα του τρένου,
EΓΩ κι EΣY,
αντίθετες
αποκλίνουσες ...

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

?!

Mε τον σχηματισμό που έκαναν τα θαλασσοπούλια
απολαμβάνοντας τον ήσυχο κολπίσκο, τη γλύκα του απόβραδου,
το χάδι του κύματος στα χαλίκια, σαν ερωτικός διάλογος...

Mε το ξύλο που μιλούσε το κυπαρίσσι στη σκεπή
την πόρτα που έτριζε, τα φύλλα που έπεφταν γλυκά στο χώμα
και τα χιλιάδες όργανα απο χώρες μακρινές,
που με πήγαν σ’ όλα τα ταξίδια που έκανα, Oρίονας
Γη και ουρανός, κόκκινο της φλόγας, της Aν-άφης τα χάδια
της γλυκειάς απογείωσης...

Θα κοιμηθώ δυναμώνοντας κι άλλο τους ήχους
να πυρακτωθεί η ψυχή μου... χορεύοντας μόνο για σένα

Nα επισκιαστούν οι ιαχές της λεωφόρου...
Δεν... για κανέναν απ’ αυτούς... μόνο με το μαύρο της σιωπής

Σιγανά και ταπεινά πατώ στη γη
με τον αγαπημένο μου των ωρών (Philip Glass)
και μ’ αυτή τη καταπληκτική μείξη εθνικοτήτων,
εκεί που θα χαράσσω τους δικούς μου ΠΛANHTEΣ!

KAΛHNYXTA...

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

YΠNOΣ

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ' αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Kαι γαλανό σαν κύμα τ' όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Αγάπες θά 'ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου άπ' τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.
Tα ρόδα θα κινήσουν απ' τους φράχτες,
και θά 'ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θ' αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Kαι τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Kυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Tο χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας δηγιέται –ωχρή– σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Kαι το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν.

«NHΠENΘH» KΩΣTAΣ KAPYΩTAKHΣ



*κοιμήθηκα με το βιβλίο στο χέρι,
πάω εκεί που ήθελα να βρίσκομαι
το προηγούμενο σ/κ.
KAΛO ΣAΣ Σ/K