Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

«ANTPAΣ»

Aπό τότε είδα πολλά καινούργια τοπία· πράσινους κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία· πλατάνια και έλατα· λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους–σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μιά στριγκιά φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγγα στην Iεριχώ. Eίδα και μιά παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράστενε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Xριστό ούτε το Λάζαρο. Mόνο, σε μιά γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Aγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι. Aυτός ο κύριος της «Aναγέννησης» μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία...

Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Yποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Aγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Eγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη...

Bρήκαμε τη στάχτη. Mένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πιά τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιό σκληρός στη μνήμη. Eμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Eκείνος θα θυμάται μονάχα τί κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Tί μπορεί να θυμάται μιά φλόγα; Ά θυμηθεί λίγο λιγότερα απ’ ότι χρειάζεται, σβήνει· ά θυμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Nα μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Eγώ τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Eίναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πώς όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. H μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Mπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο.
«Aλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τί πρέπει να πω ή τί πρέπει να κάνω. Tο εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Kι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πώς ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα ‘ναι αρκετή για να κατακλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Kαι με καταδιώκει η σκέψη αν μ’ έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.

[...]

Eίναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. Tο μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνονται δέρμα και χείλια. Kάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο. Tην αυγή ήμουνα καινούργιoς σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.
A! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, AΔIAΦOPO.

ΓIΩPΓOΣ ΣEΦEPHΣ

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ό,τι πιο όμορφο διάβασα εδώ και καιρό.Ίσως γιατί τα λόγια του ταιριάζουνε στις μέρες μας και δεν χάνουν ούτε τη δύναμη ούτε την ομορφιά τους.Να είσαι καλά που μου τον θύμισες..
El

genna είπε...

...

κάθε φορά... τον διαβάζω και τον ξαναδιαβάζω

αλλά δεν μπορώ να ζήσω...

καλή σου ώρα

genna είπε...

Mελισσάκι, καληνύχτα
γλυκιά μου...
στο χρωστάω καρδούλα