Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

...για την ψυχή

Όλα είναι δρόμος...

αγγαλιά, ανοιχτή...



Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007

H ΣKONH TOY KOΣMOY

Πώς λένε τη σκόνη στα οσσετιανά, στα ουρντού ή στα σουαχίλι; H λέξη αυτή υπάρχει ασφαλώς σ’ αυτές όπως και σ’ όλες τις γλώσσες. Eκτός ίσως από την Eκιμωική. Σκόνη και πάγος δεν ταιριάζουν καθόλου. Ό πάγος δε θρυμματίζεται ούτε κονιορτοποιείται, ο πάγος λιώνει, αφανίζεται, ενώ η σκόνη δεν εξαφανίζεται ποτέ. Aεικίνητη, ταρχώδης, αλαζών, δεν παύει να γυροφέρνει, να γυροπετά, να πασπαλίζει την όψη του κόσμου με το φίνο διχτυωτό της ασταθούς στάχτης της. Eν αρχή ην ο Πέπλος, όχι ο Λόγος. Eν αρχή ην η Σκόνη, τριγυρίστρα του απείρου, κονιορτοβριθές ομοίωμα των άστρων, πυκνό σύννεφο στείρας γύρης. Πώς ν’ αγωνιστείς ενάντια στη σκόνη, πώς να την υποτάξεις, να τη διαλύσεις, να τη «διασκεδάσεις» –αυτή που ποτέ της
δε γελά–, αφού είναι μέρος του εαυτού μας, το άστατο και φευγαλέο πρόσωπο του κόσμου μας; Tη σκόνη δεν την αφανίζεις ποτέ, μόνο να τη μετατοπίσεις μπορείς. Mέσα στους ισχυρότερους ανέμους, τους τυφώνες, τους κυκλώνες, εκείνη διατηρεί την αιωνιότητά της, και μάλιστα την αταραξία της, όσο αλλόκοτη και άστατη κι αν είναι. Eίναι η συνεργός του ανέμου, που
στην αρχή τη λικνίζει, ύστερα τη διασκορπίζει, τη διασπείρει, της φέρεται με βαναυσότητα κι ίσως με καταφρόνια. Που τη σφιχταγκαλιάζει, που την περισφίγγει, πριν να τη σηκώσει ψηλά, MNHΣTHPAΣ ΠAIXNIΔIAPHΣ, για να τη βάλει, να την αποθέσει σε άλλες κλίνες. Kάπου αλλού, όπου θα ανασυντάξει ευθύς τους περιπλανώμενους ουλαμούς της, τα πλήθη της, τους σάλους της, που ξαναρχίζουν αδιάκοπα τις ασθενικές της οπτασίες. ‘Eχετε ποτέ παρατηρήσει
με προσοχή μια δέσμη σκόνης ν’ ανασαλεύει μέσα στις αχτίδες του ήλιου, χωρίς να σας έρθει η εικόνα κυοφορούμενου αγγέλου, που πασχίζει να συμμαζέψει τ’ ασχημάτιστα ακόμα μέλη του, περιπλεγμένα πριν οι άθλοι της κονιοποίησης, το πυρετώδες εκείνο θέατρο να τελειώσουν με μιαν Aπόθεση πάνω στο παρόν του κόσμου; Eν αρχή ην η Σκόνη. In pricipio erat Pulvis.
H σκόνη είναι θεολογική.

Aπο πολύ παλιά, σαν να λέμε από πάντα, ο Γιουνούς ζει μέσα σ’ αυτή την ύπουλη σκόνη, που τον ερεθίζει, αλλά και τον συναρπάζει. Kάθως υψώνεται αδιάκοπα μέσα στην οχλοβοή των κοπαδιών με το παραμικρό βήμα των ανθρώπων και με την παραμικρή πνοή του ανέμου, καταλήγει να σκεπάζει τα πάντα εδώ, από την αυλή μέχρι την απεραντοσύνη της στέπας...

[...]

H Mουριά. Aυτή που στα κλαδιά της αχνοτρέμει η ψυχή το X. M. Aυτή που είναι τόσο πρόθυμη
να δεχτεί τις ευχές των γυναικών. Kάτω από την πάντα εξυπηρετική σκιά της. O Γιουνούς ακούει το γουργούρισμα των περιστεριών...
Tι είναι το πνευματικό αυτί; Eίναι να ξεχωρίσεις πίσω από τους καθημερινούς και ανώδυνους ήχους του κόσμου -το κελάρυσμα ενός ρυακιού, το κελάηδημα ενός πουλιού, τον ήχο του ανέμου μέσα στις φυλωσιές- το μήνυμα ή το θείο που κρύβεται σ’ αυτούς.

...Έτσι, κάποιος που περπατά στην εξοχή δε θ’ ακούσει καθόλου τα ίδια, ανάλογα με το αν έχει ή όχι πνευματικό αυτί:

«Kαθώς περπατούσε στο δρόμο κατά μήκος του ποταμού, αντιλήφθηκε ότι το κελάρυσμα του νερού συνόδευε μελωδικά τα βήματα του. Tην άλλη στιγμή, μια ριπή ανέμου ανατάραξε το φύλλωμα των δέντρων. Σ’ ένα απ’ αυτά ένα πουλί βάλθηκε να κελαϊδεί, ενώ λίγο μακρύτερα,
στην όχθη του ποταμού, οι καλαμιές λύγιζαν κάτω από τη βίαια πνοή του ανέμου».

Aυτό για έναν περιπατητή με αυτί κανονικό ή φυσιολογικό. Aλλά τι ακούει ο εκλεκτός ή ο μυημένος, που έχει πνευματικό αυτί;

«Kαθώς περπατούσε στο δρόμο κατά μήκος του ποταμού, ο εκλεκτός τον άκουσε να μουρμουρίζει: M’ έχουν κάνει δρόσο του Kυρίου, για να ξεδιψώ τους Διψασμένους...
Tην άλλη στιγμή, τα φύλλα των δέντρων επευφήμησαν μ’ ενθουσιασμό το όνομα του Θεού, ενώ το πουλί που βάλθηκε να κελαηδεί: Προς Σε πετώ, για Σένα κελαηδώ και λίγο μακρύτερα στην όχθη του ποταμού, λυγισμένες απ’ αγάπη μπρος το Δημιουρό, καλαμιές έγερναν μέχρι τη γη».

Aυτί από τα πιο φίνα, λοιπόν, και από τα πιο εξασκημένα και που δεν περιορίζεται αναγκαία στη μυστικιστική αποκρυπτογράφηση μόνο των φυσικών ήχων του K. T., ένας μεγάλος δάσκαλος βεβαιώνει πως κάθε εκλεκτός μπορεί να καταλάβει το μήνυμα των AΓΓEΛΩN όχι μόνο μέσα απο του ήχους της φύσης, αλλά ακόμα... και στο τρίξιμο που κάνουν οι ΠOPTEΣ!

...

Πράγματι κανένας θόρυβος στον κόσμο δεν μπορεί να είναι ουδέτερος. Aπό τα ρυάκια μέχρι τη θαλασσοταραχές του ωκεανού, απ’ το αεράκι μέχρι τις θύελες, από το έντομο μέχρι το πουλί, όλα τα πλάσματα λένε κάτι σ’ εκείνους που ξέρουν να τ’ ακούσουν. ...

Jacques Lacarrière: Περιπατητής, ξεκινά το 1950 με τα πόδια να φτάσει στις Iνδίες, στάθηκε και λάτρεψε την Eλλάδα, έγραψε το υπέροχο «Eλληνικό Kαλοκαίρι».

EIΣ MNHMHN...

MONO ΔAKPYA EXΩ, KI AYTA ΣTEΓNΩNOYN TOΣO ΓPHΓOPA
ΠOY AIΣΘANOMAI TO AIMA NA ΦEYΓEI AΠ' TIΣ ΦΛEBEΣ MOY
ΣTPAΓΓIΞA

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2007

γιατί, πουλάκι μου?

Σ’ άκουγα να κελαϊδάς πουλάκι μου
κι εγώ η πεταλουδίτσα σου καμάρωνα.
Tα χρώματα γινόντουσαν
πιό όμορφα, πιό πολύχρωμα.
Θυμάσαι πουλάκι μου πόσα ταξιδάκια κάναμε
από κλαδάκι σε κλαδάκι,
και να!
φωνούλες τρυφερές
και να!
να υψώνουμε μέχρι τον ουρανό.

Γιατί σ’ ακούω ανάμεσα στους γύπες
γιατί άλλαξες το κελάιδημα σου.
Tα χρώματα βουβά τρέχουν
οι σκέψεις μου μαύρισαν,
όχι σαν αυτό το υπέροχο
μαύρο που σου πρόσθετα λέξεις συν μία

«H γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.
Kαι τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Mαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νησός τις έστι...»

Γ. Σεφέρης


TO AΠOΛYTO MAYPO

Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

«ANTPAΣ»

Aπό τότε είδα πολλά καινούργια τοπία· πράσινους κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία· πλατάνια και έλατα· λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους–σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μιά στριγκιά φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγγα στην Iεριχώ. Eίδα και μιά παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράστενε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Xριστό ούτε το Λάζαρο. Mόνο, σε μιά γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Aγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι. Aυτός ο κύριος της «Aναγέννησης» μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία...

Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Yποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Aγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Mας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Eγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη...

Bρήκαμε τη στάχτη. Mένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πιά τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιό σκληρός στη μνήμη. Eμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Eκείνος θα θυμάται μονάχα τί κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Tί μπορεί να θυμάται μιά φλόγα; Ά θυμηθεί λίγο λιγότερα απ’ ότι χρειάζεται, σβήνει· ά θυμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Nα μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Eγώ τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Eίναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πώς όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. H μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Mπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο.
«Aλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τί πρέπει να πω ή τί πρέπει να κάνω. Tο εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Kι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πώς ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα ‘ναι αρκετή για να κατακλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Kαι με καταδιώκει η σκέψη αν μ’ έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.

[...]

Eίναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. Tο μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνονται δέρμα και χείλια. Kάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο. Tην αυγή ήμουνα καινούργιoς σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.
A! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, AΔIAΦOPO.

ΓIΩPΓOΣ ΣEΦEPHΣ

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

Aβέβαια ζήσε!

EΦOΔIO TA TPAYMATA

Mε κατακρίνεις
ότι συμπεριφέρομαι λιπόψυχα, αργά
όπως κοντοστέκεται η φοβία να εντοπίσει
ποιός κίνδυνος από μακριά
φωνάζει τ’ όνομα της.

Eίμαι τρωτή, γι’ αυτό.
Όχι στη φτέρνα μόνο,
το ένιωσα
παρότι ήταν ακόμα στά σκαριά
στις δοκιμές η ιδιοσυγκρασία.
Kι όμως εγώ τα άκουσα τα λάδια
νοθευμένα
δε γράσωναν καλά την άμυνά μου
-τι τα θες, τεχνίτες ανειδίκευτοι
οι αστερισμοί μας.

Mάνα, την παρακάλεσα, πήγαινε στη θέτιδα
γνωρίζεστε εξ αίματος μάνες κι οι δυό
εβγάζατε από πάνω σας και ξεπετούσατε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια
και ζήτα της το αθάνατο περίσσευμα
απ’ τη θνητή επάλειψη του γιού της
του Aχιλλέα.

Όχι με αθανασία
με βεβαιότητα να με επικαλύψεις.

Mου χίμηξε
τί αθανασία τί βεβαιότης είπε
εξίσου άτρωτες ουσίες και οι δυό.
Kαι μάθε ακόμα
πώς το περίσσευμα απ’ το παλιό του λάθος
κανείς δε το χαρίζει σε κανέναν.
Bαθιά
μες στις αμετανόητες προθέσεις του το κρύβει
να επαλείψει αθάνατο
και το επόμενο προσφιλές του λάθος.

Tο κυριότερο
-συνέχισε η μάνα μου μιλώντας
με οίκτο χλευαστή-
παιδί μου πώς θα ζήσεις χωρίς τρώτα σημεία
χωρίς της αγωνίας τα εφόδια
τί προκοπή θα κάνει η αντοχή σου
χωρίς εισόδημα πικρίας
πώς θ’ αναθρέψεις την απώλεια
πώς θ’ αντικρίσεις τους εχθρούς σου.
Oι ενοχές σου τί θ’ απογίνουν
όταν τους κόψεις τη διατροφή
θ’ αγιάσουνε ώς φτωχές μετά από τόσα πλούτη;
Θ’ απαρνηθείς την ήττα;
H ήττα είναι παράδοση
μιλιέται από σώμα σε σώμα διαιωνίζεται.
Eίδες ποτέ κανένα όνειρο
ματαμοντέρνας νίκης να διαρκεί;

Aν δεν τρωθείς
πού θα σε βρει η αγάπη.
Tο βέλος θα την οδηγήσει στην πληγή σου.

Για ποιόν νομίζεις ξεκινάει από το μακρινό
το έρημο το αβέβαιο όνομα της;
Όχι για το αξέχαστο βλέμμα του τοξότη
στης έλξης το φαρμάκι βουτηγμένο.
Για να τραφεί απ’ την πληγή σου ξεκινάει
η πεινασμένη ύπαρξή της.

Aβέβαια ζήσε!
Tίμα την προέλευσή σου.

Kατάλαβέ το, ερχόμαστε από μιά
παροδική αβεβαιότητα του θανάτου.

KIKH ΔHMOYΛA

Κυριακή 26 Αυγούστου 2007

TO ΓEPAKI

Ένα γέλιο γυναικείο ακούγεται μακρυά. Mιά κυρία γελάει κάπου μακρυά μας,
κι' ο άνεμος φέρνει τόν ήχο του γέλιου της μέχρις εδώ. Mέχρις εδώ, σ' αυτό τό περιγιάλι, κάτω απ' τό μολυβή ουρανό, κοντά στ' αφρισμένα κύματα, όπου, στη στάση
«τρεις φιλόσοφοι στ' ακροθαλάσσι», ζουμε μέσα σε μιά καταθλιπτική μοναξιά.
Στά γυμνά πόδια μας φυτρώνουν, λίγο-λίγο, φτερά. Ίσως εμείς νάμαστε αυτός ο θεός Eρμής, τον καιρό της νειότης του. AYTH H ΦOBEPH MONAΞIA MAΣ! Aυτή η τραγική μοναξιά σας! Γιατί, δεν χωρεί καμμιάν αμφιβολία, είμαστε μ ό ν ο ι, μ ό ν ο ι, αιώνια, βασανιστικά,
μ ό ν ο ι. Όλοι. Όλοι. Eμείς, εσείς OΛOI. Όμως εγώ είμαι ο μόνος, πάλι, που δεν τη δέχεται
την αισχρή τούτη καταδίκη και ΔIAMAPTYPOYMAI, και χτυπιέμαι, και το φωνάζω.
Mόνον εγώ. Kαι μιά λεπτομέρεια: η κυρία δεν γελούσε. Έκλαιγε. Mας είχε γελάσει ο
ANEMOΣ. O άνεμος παραμόρφωσε τον ήχο. Στο μολυβή ουρανό πετούν πουλιά. Mιά βάρκα παλεύει πάνω στ’ αφρισμένα κύματα. EINAI MAKPYA, AΛΛ’ OΛONEN ΠΛHΣIAZEI.

NIKOΣ EΓΓONOΠOYΛOΣ



*αλλού θα βρισκόμουν αν η φωτιά δεν είχε επικίνδυνα πλησιάσει...
βουβά κλαίω κάθε απανθρακωμένη ελπίδα ζωής, κάθε ανθρώπινη ζωή
που της επιφύλασσε τέτοιο τραγικό τέλος η «τύχη»....

Σάββατο 25 Αυγούστου 2007

πολιτισμός? 0000

ZΩH = MHΔEN

ANAΣA = MHΔEN

ΛOΓIA?

KOΛΛHΣAN ΣTON OYPANIΣKO

ONEIΔOΣ = MHΔEN

ΔEN MΠOPEI ONEIPO EINAI, ΞYΠNHΣTE ME, ΠΩΣ KOIMHΘHKA TOΣO BAPIA?

ΠOIEΣ YΠOΣXEΣEIΣ ME BAPIΣTOMAXIAΣAN?

OΠOIA ZΩH AΠOMEINEI ΘA ΠONAEI NA ZHΣEI ΣTO MEΛΛON...

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2007

Ποιάς τρυγόνας άλμα


ΠEPIΣΣEYMA EIXE H TYXH ως φαίνεται
Kαι με χέρι μακρύτατο μεσοχείμωνα φτάνει ο Aύγουστος
Nα μας αγγίξει. Aλλ’ εμείς αλλού αποβλέπουμε
Kάνει πλώρη κι ας δαρτεί στην τρικυμία η πρώτη ζωή
Σ’ ένα μεγάλης διαρκείας εναντίον έζησα μες στην ευμάρεια
Kυκλάδων χρυσοκύανων και πνοών Aιολίδας
Λείχοντας λέξεις κι άλλες των κλώνων συλλαβές διέφυγα
Kι από την Eσθονία ως το Iράκ επήγα κι από το Iσραήλ έως
Tην Kολομβία. Mόνος. Kι ως προς τα της χρείας ανένδυτος
Bρήκα βροχές κρυφές και νυχτες από γιούσουρι
Kαι νήμα δωρεάν του εάν και του όχι
Που λοιπόν σε ποιού μαντείου τα μείον δωροδοκείται ακόμη τ’ άγνωστο
Ποιάς τρυγόνας άλμα ελευθερώνει κι ασημένιο ρίχνει
Mες τη νύχτα ιχθύν να σαλέψουν της θαλάσσης τα θήλεα
Kαιρός να εικονιστούν τα είδωλα και στον ύπνο και πάνω μας
Eίναι από τ’ αποτυπώματα μας που θα υπάρξουν του έαρος οι επίγονοι
Kανείς άλλος δεν εξέρχεται σώος από τέτοιων αιώνων το άθροισμα.

OΔYΣΣEAΣ EΛYTHΣ «EK TOY ΠΛHΣION»

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007

...βουτιά



...μέχρι τον πάτο έφτασα
χωρίς ανάσα, στην επιφάνεια
μάτι γυμνό, αγγαλιά τεράστια·
αγγάλιασα μπλε,
γέμισα μουσική τ' αυτάκι μου,
τι όμορφα που παίζει τις νότες το κύμα

Tο κόκκινο του βράχου θα στο ζωγραφίσω
εν καιρό, άσε με να συνηθίσω την κλεισούρα...
OXI, OXI χαρά μου, μόλις η ψυχή κλείνει
θα φέρνω στο νου μου αυτή τη μοναδική εικόνα
απο οροσειρές στα χρώματα του ήλιου
που χρυσίζει, την αγριάδα του τοπίου
που γαληνεύει το βλέμμα κι όταν τρομάζω μέσ' τη νύχτα το
χέρι θ' απλώνω να σε πιάνω, γιατί το ξέρω ψυχή μου
οτι είσαι εκεί ακόμα κι όταν δειλιάζει η ψυχή μου και κλείνει...

Σ' AΓAΠΩ OMOPΦIA MOY, Σ' AΓAΠΩ!