το φόρεμα τα μαλλιά σαλεύονται κοντά στα χείλη της γραμμής και αναλώνονται
γυναίκα που με μια κίνηση
ρίχνει πίσω τα μαλλιά της
όπως γυρνάνε τα φύλλα του βιβλίου σε διαστήματα κανονικά
έπειτα η στρώση των μαλλιών το φόρεμα
γίνονται ένα
καστανοκόκκκινα και σκιές από χρυσαφιές αχτίδες
χρώματα φαύνου
ή μην είναι τα πόδια τα μακριά
όλο τσακίσματα όλο πηδήματα
που σκορπίζουν έναν κάμπο ρείκια καψαλισμένα
το χρώμα τους μοιάζει το καφετί εκείνο
με τις μικρές σπίθες
που ξαναβρίσκεται μονάχα όταν κλείσουμε τα βλέφαρα
μετά από το κάψιμο μιας εικόνας
ένα γέλιο ατλαζιού που σκίζεται
και στο νήμα των ματιών
σκάλωσαν ένας χαρταετός
ο χαρταετός της λέξης έρωτας
μετά «στα χείλη κατεβαίνει
κι από τα χείλη στην καρδιά
ριζώνει και δε βγαίνει»
αυτά αφού ο ήλιος
σηκώσει το δρεπάνι του και τεμαχίσει τον ορίζοντα
πως να το ζυγώσουμε αυτό το πλάσμα
που χορεύει στα πλάγια εκεί μακριά
τα χέρια όλο τσακίσματα κρατάνε μια φλογέρα
όταν σταματάει το κυνηγητό
η γυναίκα δέντρο με πουλιά
και τσιρίζουνε μες τα κλαδιά της
μετά από ξύπνημα αιφνίδιο
στον κορμό της γραπώνουνται σκαραβαίοι
και στις ρίζες της σβήνουν πυγολαμπίδες
εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο απ' το χρώμα
μιας περπατησιάς
περισσότερο κι απ' το μονοπάτι
δίπλα στους φράχτες
κι από τις τρεχάλες του φαύνου
για να κορεστεί μ' ένα σώμα
για να σπαράξει απ' το φόβο
κάτι υπάρχει εδώ περισσότερο απ' τις φαρδιές λουρίδες
ουρανού ή γης ή θάλασσας
γιατί υπάρχει επίσης το κενό
εδώ ακριβώς που παρεμβάλλεις αυτά τα σήματα
έτσι σαν ανάσα
εκεί που ξεπροβάλλουν τα χέρια και το πρόσωποο σαν φεγγάρι μες στη νύχτα τα πόδια είναι σφεντόνα του κορμιού πάνω στη γη το φόντο σ' αυτές τις εικόνες τείνει προς το γαλάζιο πολύ συχνά φωτίζει το μνημονικό ύστερα από 'να αφηρημένο βλέμμα στις φλέβες του χεριού
Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα, Ίκαρος