Άνοιξη ήταν; Ήταν θέρος; το αηδόνι με γλυκό τραγούδι μαζί μ’ άλλα ζούσε πουλιά, που μακριά δεν ήταν, μες στους θάμνους και με αρώματα μας τύλιγαν τα δέντρα.
Τα καθαρά μονοπάτια, τους χαμηλούς θάμνους και την άμμο, όπου πατούσαμε, τα έκαμναν πιό χαρωπά οι υάκινθοι και πιό χαριτωμένα, κι οι τουλίπες, οι βιολέτες, τα γαρύφαλλα...
Γύρω σε τείχη και σε τοίχους έθαλλε ο κισσός, έθαλλε ένα μακάριο Σκοτεινό σε υψηλές αλέες– συχνά το δείλι ή την αυγή βρισκόμασταν εκεί, λίγο μιλούσαμε και κοιταζόμασταν ευτυχισμένα.
Ξαναζωντάνευε στην αγκαλιά μου ο νεαρός εκείνος, που ακόμη παρατημένος απ’ τους αγρούς ερχόταν και μου τους έδειχνε μετά με θλίψη, όμως κρατούσε για τον εαυτό του τα ονόματα
των σπάνιων τόπων κι όλες τις ομορφιές, που ανθίζουν σε μακάριες ακτές είτε –και για μένα πιό πολύτιμο– στης πατρίδας τη γη, είτε από ψηλή θέση για θέα μένουν κρυμμένες
Υπάρχουν γυναίκες που φοράνε την Όμορφια τους σαν πένθος, γυναίκες φωτεινές και σκιασμένες με διπλά δρεπάνια της αψίδας, με το παιδί ασάλευτο στα σταυρωμένα χέρια. Άλλες είναι χάρτινες, στοιχεία νηπιαγωγείων, άλλες πάλι, ζωγραφιές με κιμωλία, όρθια τα μαλλιά και μεγάλη μαύρη τσάντα.
Υπάρχουν γυναίκες ακροκέραμα ανάμεσα στις άλλες, γυναίκες με το μακρύ λαιμό, το χείλος της κανάτας, άλλες που είναι ωδικά πτηνά κι' άλλες που είναι χήνες.
Υπάρχουν γυναίκες που τις φωνάζει ο φονιάς να βγάλουν τον θάνατο περίπατο μες στ' αραιό το δάσος. Υπάρχουν γυναίκες που τις φωνάζει το παιδί Μαμά και αυτές δεν απαντάνε.