Άντρες δασύτριχοι, ορεσίβιοι, σκυθρωποί,
με την οργή του ανεξήγητου στα μάτια,
ανάβουν τις νύχτες φωτιές. Δε μιλάνε. Μήτε
να θυμηθούνε μήτε να ξεχάσουν. Τα μήλα
κυλάνε κάτω στο ποτάμι. Κουκουβάγιες
κάτι δικό τους φωνάζουν. Αλεπούδες και λύκοι
σηκώνουν το νωπό τους ρύγχος κι οσμίζονται
τη μακρινή κηδεμονία, ενώ απ' τη χαράδρα
ανεβαίνει το βέλασμα χαμένου προβάτου*.
Εμείς το νιώσαμε έγκαιρα και στρέψαμε
αλλού το βήμα μας, το βλέμμα και τις λέξεις.
Γιάννης Ρίτσος - Υπερώον
*γεμάτος από βελάσματα ήταν και είναι ο τόπος...