ΕΙΡΗΝΗ
Νάσκυβε ταπεινό το χέρι μου κι’ ησυχασμένο
Στη μεγάλη χωματένια παλάμη σου
Και με γερτά μάτια ακουμπισμένα
Στ’ αγαπημένο σου κορμί μονάχα
Να περπατούσα στ’ αχνάρια σου
Με τη βουλή τη δικιά σου
Μονάχη τόσο. Ένα δέντρο βουβό
Που παρασταίνει το δάσος...
Το βράδυ σαν θα γυρνάμε απ’ τα χωράφια
Τ’ απόβραδο
Θάμαι για σένα το γλυκό ψωμί
Κι’ η ξεκούραστη κάμαρα
Με τους γερούς άσπρους τοίχους
Που κρατήσαν το φως
Κι’ όταν θα κάτσω γυναίκα στο πλάι σου
Στην άκρη του πεζουλιού με τη νύχτα
Θα γύρω το κεφάλι στον ώμο σου
Και θ’ αγαπήσω την Παναγιά
Με τα γλυκά σταγμένα της μάτια
Ε. ΒΑΚΑΛΟ
Νάσκυβε ταπεινό το χέρι μου κι’ ησυχασμένο
Στη μεγάλη χωματένια παλάμη σου
Και με γερτά μάτια ακουμπισμένα
Στ’ αγαπημένο σου κορμί μονάχα
Να περπατούσα στ’ αχνάρια σου
Με τη βουλή τη δικιά σου
Μονάχη τόσο. Ένα δέντρο βουβό
Που παρασταίνει το δάσος...
Το βράδυ σαν θα γυρνάμε απ’ τα χωράφια
Τ’ απόβραδο
Θάμαι για σένα το γλυκό ψωμί
Κι’ η ξεκούραστη κάμαρα
Με τους γερούς άσπρους τοίχους
Που κρατήσαν το φως
Κι’ όταν θα κάτσω γυναίκα στο πλάι σου
Στην άκρη του πεζουλιού με τη νύχτα
Θα γύρω το κεφάλι στον ώμο σου
Και θ’ αγαπήσω την Παναγιά
Με τα γλυκά σταγμένα της μάτια
Ε. ΒΑΚΑΛΟ