Ὄρεξη γιὰ μάτια ἐχουν οἱ κρίνοι
Ὡραῖες ἀρχοντοπούλες
Εἶχαν στὴ θάλασσα κυνήγι
Ποιός θὰ θερίσει τὴ θάλασσα
Θὰ βγάλει ἄσπρο χορτάρι
Τὰ νιάτα μας νὰ θρέψει
Ὄχι μὲ ἀφρὸ
Ἀλλὰ μὲ στάρι ἁρμυρὸ;
Καλότυχη ἡ θάλασσα μᾶς γνέφει
Τ᾽ ἀπάνω της πουλιὰ σὰ νὰ τὴν ὁδηγοῦν
Σὰν νὰ τὴν φέρνουν στὴν ἀγκαλιά τους
Ὁ αἰθέρας εἶνα δρόμος ἴσιος
Μέσα σου ο καθένας περπατεῖ
Σὰ μέσα στὸν ἤσκιο του
Ἤ μέσα στον ὕπνο του
Ὅποιος φέρνει τὴ θάλασσα στην ἀγκαλιά του
Εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑποφέρει ἀπό βάρος
Εῖναι σὰν να μὴ ντρέπεται ποὺ πηγαίνει μὲ τὸν ἀγέρα
Εἶναι σὰν νὰ κρατἀει ὁλάκερη τὴ γῆ μέσα στο βλέμμα
Νὰ τραγουδάει μέσα στὴ νύχτα
[...]
Νὰ τραγουδάει μέσα στὸν ἄνεμο
Κι ἔτσι να χάνει καὶ νὰ κεδίζει τὴ φωνή του»
απόσπασμα ὰπό τὰ «Τρία ποιήματα τῆς θάλασσας»
τοῦ Γ. Σαραντάρη
*ανοίγει το ρήγμα, γιγαντώνονται οι σκιές...