Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ...
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτικό φως
σφιγμένα χείλη κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκωτόνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε γιά να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μιά χούφτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαυματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολώνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάσει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος–δεν ξέρω πιά που γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή
σκόρπιες κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.
Γιώργος Σεφέρης
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτικό φως
σφιγμένα χείλη κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκωτόνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε γιά να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μιά χούφτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαυματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολώνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάσει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος–δεν ξέρω πιά που γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή
σκόρπιες κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.
Γιώργος Σεφέρης
Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008
Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008
Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία του φθινοπώρου
Άνοιξε τα μάτια και ξεδίπλωσε
το μαύρο πανί πλατιά και τέντωσε το
άνοιξε τα μάτια καλά στύλωσε τα μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πως το μαύρο πανί ξεδιπλώνεται
όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στο νερό
μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα
και βουλιάζουνε λοξά σαν τα κοχύλια,
τώρα ξέρεις πως το μαύρο τύμπανο
σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου
όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος, έτσι.
Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχούμενα νερά εδώ είναι ο κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες τα κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στ’ αυτιά ενός βρέφους
και ο ήλιος να! και τα πουλιά του παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιό μεγάλος απ’ το φως.
Γιώργος Σεφέρης
το μαύρο πανί πλατιά και τέντωσε το
άνοιξε τα μάτια καλά στύλωσε τα μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πως το μαύρο πανί ξεδιπλώνεται
όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στο νερό
μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα
και βουλιάζουνε λοξά σαν τα κοχύλια,
τώρα ξέρεις πως το μαύρο τύμπανο
σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου
όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος, έτσι.
Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχούμενα νερά εδώ είναι ο κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες τα κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στ’ αυτιά ενός βρέφους
και ο ήλιος να! και τα πουλιά του παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιό μεγάλος απ’ το φως.
Γιώργος Σεφέρης
Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008
Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008
... να σκάει το κύμα, να γλείφει...
... να σκάει, να γλείφει
να περιμένω, να λούζομαι
να μετρώ ανοίγματα
να τραγουδώ
πήραμε τη ζωή μας...
μετρήσαμε
αγγαλιάσαμε
αγαπήσαμε...
Βούτηξα, ψάχνοντας Σε,
στα βάθη...
Πάντα, όπως γνωρίζεις...
Ανάλαφρη
στην «ελαφρότητα»
Σ' αγαπώ, αγαπώ
προσμένοντας Σε!
ΣΥ...!
Πριν εκπνεύσει για τα καλά το καλοκαιράκι
και γίνει απαραίτητη η κουβερτούλα (γλυκάνει η Αγγαλιά)
ξαναφέρνω τούτα τα λογάκια εδώ...
με την τρυφερή φωνή της Σαβίνας... έχει τόση τρυφερότητα
τούτο το τραγούδι...
Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008
Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008
πέταξε φτερούλι, πέταξε...
Τζένη τη λέγανε την αδελφή ψυχή μου
Τζένη με τα χρυσά μαλλιά
Τζένη που ζούσε στο κορμί μιας Ιουδαίας πόρνης
Ήμουν παιδί
Ήμουν οι λιγοστές που 'χε για το βυθό γνώσεις,
η ελάχιστη εκείνη δρασκελιά από την εκστατική ενόραση
εώς την εγκληματική φρενίτιδα,
τα όμορφα κρίνα στου αποχωρισμού τον κάμπο
κι ακόμη ο εορτασμός στο ηλιόλουστο αλώνι.
Ήμουν η Τζένη που μπορούσε πάνω μου να στηριχτεί.
Ήταν η ομοηχία της εσωτερικής μου ζωής.
Επέμενα πεισματικά
αν δεν παλέψεις δεν νικάς,
αν δεν προκαλέσεις τη δύναμη
εκείνη δεν γίνεται ευμενής μαζί σου.
Τζένη την λέγανε την αδελφή ψυχή μου
Τζένη με τα χρυσά μαλλιά
ένα δροσερό μήλο, ένα ζευγάρι φτερά.
Μόνο καλό μπορείς να μου κάνεις (της είπα)
κάποτε που περπατούσαμε στην αμμουδιά
Τον εαυτό σου μόνο σκέφτεσαι πάλι ανταποκρίθηκε
και πλησίασε το κοχύλι στο ωτό της
και εγροίκα μια μελωδία μυστική
γεννημένη απ' τα σπλάχνα της θάλασσας
Τζένη, ω αδελφή μου την παρακάλεσα,
εθώρησε μες τα μάτια μου,
η Τζένη ξημερώνει.
Με συνοδεία το τραγούδι του γλάρου
με το εγκώμιο της νεράιδας να ανθίζει την νεαρά ψυχή της
αισθάνθηκε στο στέρνο της το γλάυκο κυανό φως που ακτινικά ανατέλλει
Τα δυο μου πόδια γίνηκαν ουρά
δυο χελιδόνια μου χάρισαν την πτήση κι ένα ζευγάρι φτερά,
χωρίς να καυχάται ο ωκεανός φυλάει μυθικούς θησαυρούς,
γαλάζια μυστικά
Τυρκουάζ.
Κάποιο κύμα μεταμορφώθηκε σε αφρό
ίσως για να χαιδέψει τα θεόπλαστα άκρα της,
ίσως γιατί ερωτεύτηκε την αμμουδιά.
Εσύ όμως Τζένη στην εσωτερική μου ζωή ας φέρνεις πάντοτε χαρά.
Στην τελευταία σκηνή, το θερινό ηλιοστάσιο,
το κοχύλι στον ήσυχο βυθό,
το μαντήλι της μονάχο στην έρημη αμμουδιά
Ένα γλαύκο συναίσθημα..
Τυρκουάζ.
Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008
Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008
Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008
Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008
...αν λείψουν μια στιγμή τα μάτια σου
Τόσες μέρες, άι, τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πως πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;
Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
και εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα στα πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πως και πότε.
Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ότι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίξω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.
Πως να γίνει, αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πως αγαπάν,
δεν ξέρω πως αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
Μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιό πολύ.
Που να ‘ναι λέω; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα μάτια σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερυκοκιές.
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστός και ολικός,
ιδιάζων και τρομαχτικός,
σημαιοστόλιστος και πενθοφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο-όριο, σαν το φιλί.
Πάβλο Νερούδα
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008
Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008
...στη Θέα των Αθανάτων!
...Kαλοκαίρι, μην πίστεψες πως δεν συλλογιέμαι!
Η σκέψη μου είναι Αγάπη κι η Αγάπη μου σκέψη.
Μυστηριακή θεία δύναμη που αναθρώσκει
απ' τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζει
με την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα.
Μη ρωτείστε που πέφτουν τα ποτάμια της γης
τι στηρίζουν οι κορφές των βουνών
τι κρύβει από πάνω μας η μεγάλη φωτιά.
δε ρωτώ γι' άλλο τίποτα.
Τραγουδώ σαν πουλί στ' ακρινότερο δέντρο του κόσμου.
Αγαπώ, άρα υπάρχω.
~~~~~~~~~~~~
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ξύπνησα μ' ένα βαρύ συναίσθημα...
οι εικόνες μου έτσι...
χωρίς λόγια, με τόση αγάπη έκανα το κλικ
χίλια κλικ, μ' ακολουθούν...
~~~~~~~~~~
οι εικόνες μου έτσι...
χωρίς λόγια, με τόση αγάπη έκανα το κλικ
χίλια κλικ, μ' ακολουθούν...
~~~~~~~~~~
Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008
... εις ουρανόν!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)