1. Λευτεριά για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί
Τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί·
23. Πούχε λάβει στες αγκάλες
Από μας, κι είχε θεούς
Αστραπές, ανεμοζάλες,
Και βροντές και ποταμούς.
24. Μόνο τ' αδικοσφαγμένα
Τα παιδιά σου, στριμωχτά,
Με τα χέρια τσακισμένα
Σε εσπρώξανε ομπροστά,
25. Και Συ εχύθηκες, πετώντας
Μια ματιά στον Ουρανό,
Που τα δίκια σου θρηνώντας
Απεκρίθηκε: Είμαι δω.
58. Εδώ βλέπει αντρειωμένα
να φρονούν παρά ποτέ.
Και όλος έρωτα γιά σένα
προσηλώνεται εις εσέ.
59. Το πουλί, που βασιλεύει
πάνου εις τ᾿ άλλα τα πουλιά,
γληγορώτατα αναδεύει
τα αιθερόλαμνα φτερά,
60. τρέχει, χάνεται, και πίνει
τόλμην πίνει ο οφθαλμός
από τ᾿ άστρον, οπού χύνει
κύματα άφθαρτα φωτός.
70. Ερινύαν από τα χθόνια
που η Ελλάδα απαρατά.
Η θεομίσητη Διχόνοια
που τον άνθρωπο χαλνά.
86. Επερνούσαν οι αιώνες
ἢ σε ξένη υποταγή,
ἢ με ψεύτικες κορώνες,
ἢ με σίδερα και οργή.
91. Τώρα αθάμπωτη έχει δόξα,
και με φέρσιμο τερπνόν
βλέπει αδύνατα τα τόξα
των αντίζηλων εθνών.
92. Και λαούς αλυσοδένει,
και εις τα πόδια τους πατεί,
και το πέλαγο σωπαίνει
αν του σύρει μία φωνή.
Εις τον θάνατον του Λόρδ Μπάιρον