ΑΛΟΓΑ
Απ' το παράθυρο είδα τ' άλογα.
Ήταν στο Βερολίνο, χειμώνα. Το φως
το φως ήταν χωρίς φως, χωρίς ουρανό ο ουρανός.
Ο αέρας άσπρος σαν μουσκεμένο ψωμί,
Κι από το παράθυρο μου ένα έρημο τσίρκο,
δαγκωμένο απ' τα δόντια του χειμώνα.
Ξάφνου, οδηγημένα από έναν άντρα,
δέκα άλογα πρόβαλαν στην ομίχλη.
Μόλις και κυμάτισαν, βγαίνοντας, σαν φωτιά,
όμως για τα μάτια μου γέμισαν τον κόσμο
το άδειο ως τούτη την ώρα. Τέλεια, ξαναμμένα,
ήταν σαν δέκα θεοί με μακριά πόδια λαμπερά,
με χαίτες όμοιες με τ' όνειρο του αλατιού.
Τα καπούλια τους ήταν κόσμοι και πορτοκάλια.
Το χρώμα τους ήταν μέλι, κεχριμπάρι, πυρκαγιά.
Ό σβέρκος τους ήταν πύργοι
κομμένοι στην πέτρα της περηφάνιας
και στα βίαια μάτια τους πρόβαλε
σαν αιχμάλωτη η ενέργεια.
Και εκεί στη μέση
της μέρας, του ρυπαρού και ακατάστατου
χειμώνα, τα έντονα άλογα ήταν το αίμα,
ο ρυθμός, ο κινητήρας θησαυρός της ζωής.
Κοίταξα, κοίταξα και τότε ξανάζησα: χωρίς να το ξέρει
βρισκόταν εκεί η πηγή, ο χρυσός χορός, ο ουρανός,
η φωτιά που ζούσε μέσα στο κάλλος.
Έχω ξεχάσει το χειμώνα εκείνου του ζοφερού Βερολίνου.
Δεν ξεχνάω το φως των αλόγων.
Πάμπλο Νερούδα