«Μὴ μοῦ σκοτῶστε τὸ νερό.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὰ δέντρα.
Μὴ μοῦ ξεσκίστε αὐτὲς τὶς θεῖες σελίδες ποὺ τὶς γράψανε
τ᾿ ἀσύλληπτο φῶς κι ὁ ἀσύλληπτος χρόνος
κι ὅπου σταθῶ μὲ περιβάλλουν. Μὴ μοῦ σκοτώσετε
τῆς γῆς τὸ ποίημα!»
Μαζί μ᾽ ὅλα
τὰ πλάσματα, λέπια, φτερά, φύλλα, χρώματα, χέρια,
σᾶς ἀναπέμπω αὐτὸ τὸ μέγα ρῆμα ποὺ ἀνεβάζει
τυλιγμένο μὲ ψήγματα ἥλιου ὁ ὑπόγειος
ποταμός τῆς καρδιᾶς:
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιότητα,
ἀνάβοντας τὸ ἄστρο: «Ἀγάπη».
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιότητα, ἀνάβοντας
ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλα, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἕτοιμο
βάραθρο, τὸ ἄστρο: «Ἀνθρώπινο μέτωπο!»...
Ἐπιστρατέψετε τὴν ---...
Μάτια ἀμπελιῶν, μάτια πουλιῶν, ἐκατομμύρια
μαργαριτάρια διπλωμένα γύρω ἀπ᾽ τὴ φωνή μου
δέονται ὑπέρ τῆς σωτηρίας. Σᾶς παρακαλοῦμε:
Ἀφῆστε μας τὰ πράγματα. Μὴ μᾶς τὰ καῖτε.
Ἀφῆστε τὰ ἔντομα νὰ βρίσκουνε τ᾿ ἄνθη τους.
ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ!
Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε
Νικηφόρος Βρεττάκος-Αὐτοβιογραφία (ἀποσπάσματα)