Στη φωτιά του ματιού σου θα χαμογέλασε κάποτε ο Θεός Θα ‘κλεισε την καρδιά της η άνοιξη σα μιας αρχαίας ακρογιαλιάς μαργαριτάρι. Τώρα καθώς κοιμάσαι λαμπερός Στους παγωμένους κάμπους που οι αγράμπελες Γίναν βαλσαμωμένα φτερά μαρμάρινα περιστέρια Βουβά παιδιά της απαντοχής– Ήθελα να ‘ρθεις μια βραδιά σα βουρκωμένο σύννεφο Άχνη της πέτρας πάχνη της ελιάς Γιατί στο αγνό σου μέτωπο Κάποτε θα ‘βλεπα κι εγώ Το χιόνι των προβάτων και των κρίνων Μα πέρασες απ’ τη ζωή σαν ένα δάκρυ της θάλασσας Σα λαμπηδόνα καλοκαιριού και στερνοβρόχι του Μάη Κι ας ήσουν μιά φορά κι εσύ ένα γεράνιο κύμα της Ένα πικρό βότσαλο της Ένα μικρό χελιδόνι της σ’ ένα πανέρημο δάσος Χωρίς καμπάνα τη χαραυγή χωρίς λυχνάρι το απόβραδο Με τη ζεστή σου καρδιά γυρισμένη στα ξένα Στα χαλασμένα δόντια της άλλης ακρογιαλιάς Στα γκρεμισμένα νησιά της αγριοκερασιάς και της φώκιας.
Ως υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες Χαίρε που αφέφηκες να γοητευθείς απ’ τις σειρήνες Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα Και πως ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρωνε λίπος Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία και ανεβαίνει Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη Κι' όπως στο χέρι του η στιλπνή κι' αλάνθαστή του σπάθα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις Αφρό δεξιά κι’ αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα – πλώρα Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει Όπως δεν στέκουν τα χαράματα Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη Όπως δεν στέκουν και τα κύματα Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.
Κλαδί για το πουκάμισό μου, για τα χέρια μου πεζούλι· ένα σκυλί να γλείφει μου τα βήματα· ένατζάμι, ένα πηγάδι για τις αστραπές, τις ξαφνικές κακοκαιριές το καλοκαίρι· και το γέλιο μας· κι ο κήπος· και τα φύλλα, όπου το βράδυ εκείνογείραμε σαν μαγεμένοι–τώρα δα τ' αγγίζω.