Ασάλευτη δεν είναι καμμιά ζωή. Λογής ταξίδια μ’ έχουν τρικυμίσει, μ’ είδαν τόποι, μου ανοίξανε ναοί, και τέχνες με περπάτησαν και η φύση. Μα σαν εσένα τίποτε-Θεοί!- ταξίδι, στιγμής όραμα, ω μεθύσι! Μια γυναίκα, του αυγούστου κάποιο πρωί τη στάμνα της γιόμιζε στη βρύση, μιάνορασιάαργεμένη απ’ τους αρχαίους καιρούς που κατεβάζαν τους ωραίους του ανθρώπου Ολύμπιους αδελφοποιτούς. Σαν από νυχτερίδες τους δαρτούς μου λογισμούς πως ξάφνου τους χτυπάει διαβάτρααστραποθύμηση; Που πάει;